- εξόγκωμα
- το опухоль, вздутие;
τό μικρό εξόγκωμα — припухлость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό μικρό εξόγκωμα — припухлость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξόγκωμα — anything raised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξόγκωμα — το (AM ἐξόγκωμα) [εξογκώ] ό,τι έχει σχηματιστεί από εξόγκωση ή ανύψωση νεοελλ. πρήξιμο … Dictionary of Greek
εξόγκωμα — το, ατος 1. όγκος που προεξέχει, φούσκωμα, προεξοχή. 2. πρήξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξογκώμασιν — ἐξόγκωμα anything raised neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξογκώματος — ἐξόγκωμα anything raised neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
δρομάδα — (dromas). Κοινή ονομασία του θηλαστικού κάμηλος η δρομάς. Πρόκειται για αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της υπόταξης των τυλοπόδων ζώων. To σώμα της καλύπτεται από κοντό, κιτρινέρυθρο τρίχωμα με ποικίλες αποχρώσεις, το οποίο γίνεται πιο πυκνό και μακρύ… … Dictionary of Greek
σαλιγκάρια — Κοινό όνομα των πνευμονοφόρων χερσαίων γαστερόποδων, που είναι προικισμένα με ελικοειδές όστρακο (οικογένεια Ελικιδών) και ανήκουν στο γένος έλιξ (helix) και σε συγγενή γένη που περιλαμβάνουν πολλά είδη. Το όστρακο είναι ευρύ και γενικά… … Dictionary of Greek
άγκωμα — το [αγκώνω] 1. όγκωμα, εξόγκωμα, φούσκωμα 2. φούσκωμα στο στομάχι από πολυφαγία και δυσπεψία … Dictionary of Greek
έκφυση — η (AM ἔκφυσις) εκβλάστηση, ξεφύτρωμα, φύτρωμα αρχ. μσν. στον πληθ. παραφυάδες αρχ. 1. ανάπτυξη, μεγάλωμα φυτού 2. τρόπος αυξήσεως 3. πρόοδος («εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν», Πλάτ.) 4. εξόγκωμα 5. οστεώδης προεξοχή 6. βλαστός 7. στον πληθ. ρίζες … Dictionary of Greek
έξαρμα — το (AM ἔξαρμα) [εξαίρω] 1. άρση, ύψωση, ύψωμα τού εδάφους, λόφος 2. οίδημα, εξόγκωμα, φούσκωμα, πρήξιμο 3. αστρον. το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα ουράνιο σώμα ειδικ. «το έξαρμα τού πόλου» το ύψος τού ουράνιου πόλου πάνω από τον ορίζοντα τού… … Dictionary of Greek